θεοκρισία

θεοκρισία
η (Α θεοκρισία) [θεόκριτος] νεοελλ. οι λαϊκές αντιλήψεις σχετικά με την απονομή τής θείας δικαιοσύνης στην ανθρώπινη κοινότητα
αρχ.
η κρίση τού θεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεοκρισία — η θεοδικία: Οι δοκιμασίες της θεοκρισίας ήταν ανάλογες με τον πολιτισμό κάθε τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεοκρισία ή θεοδικία — Αποδεικτικό μέσο, στο πρωτόγονο δίκαιο, που συνδεόταν με την πίστη ότι η κατάλληλη δοκιμασία του κατηγορούμενου είναι δυνατό να προκαλέσει την ορατή απάντηση των υπερφυσικών όντων σχετικά με το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής του. Η θ.… …   Dictionary of Greek

  • ορδαλία — η 1. δοκιμασία που γινόταν ώστε να προκληθεί και να εκφραστεί η κρίση τού θεού με ορατά σημεία, προκειμένου να αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή ενός ατόμου ή να δοθεί λύση για αμφισβητούμενο θέμα, αλλ. θεοκρισία 2. (λαογρ.) το σύνολο τών λαϊκών… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”